Ε) Το
Ιερό Μυστήριο της Μετανοίας (Η Εξομολόγηση).
«…είπεν
ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν. ειρήνη υμίν. καθώς απέσταλκε με ο
πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς, λάβετε
Πνεύμα Άγιον. αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν
τινών κρατήτε, κεκράτηνται…».
Ο
Κύριος μετά την Ανάσταση παρουσιάζεται στους μαθητές Του και με την παραπάνω
φράση δίδει την εξουσία του «δεσμείν τε και λύειν». Να συγχωρούν κάθε αμαρτία.
Ο
άνθρωπος μετά το βάπτισμα εισέρχεται στην Εκκλησία καθαρός από κάθε αμαρτία.
Όπως ακριβώς θέλει ο Θεός να είναι ο άνθρωπος.
Όμως
η καθημερινή πορεία μας είναι γεμάτη από πάθη και αδυναμίες. Οι πτώσεις είναι
πολλές και καθημερινές.
Αλλά
και η φιλανθρωπία του Θεού δεν έχει μέτρο. Μας έδωσε δώρο θεϊκό. Μας έδωσε τη
δυνατότητα να μπορούμε να μετανοή-σουμε και να ζητήσουμε συγχώρηση για τα
αμαρτήματά μας.
Αυτό
το μυστήριο μας παρουσιάζει την άπειρη αγάπη και το τέλειο φιλάνθρωπο του Θεού
για κάθε άνθρωπο. Χρειάζεται όμως την συνεργεία μας. Την αποδοχή μας. Τη
συγκατάθεσή μας. Και τούτο φανερώνεται με προσέλευσή μας στο μυστήριο
«Εξομολο-γούμενοι τας αμαρτίας».
Όταν
ο πιστός κατανοήσει ότι πλήθος αμαρτιών τον βαραίνει τότε με συντριβή και
μετάνοια προσέρχεται στον εξομολόγο (πνευματικό) και ζητάει άφεση αμαρτιών και
στήριγμα πνευματικό. Ο Θεός συγχωρεί κάθε αμαρτία, όταν υπάρχει πραγματική
μετάνοια, συντριβή και ταπείνωση. Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούμε ποτέ.
Τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και αυτό
χρειάζεται ο άνθρωπος να το «εκμεταλλευτεί» προς πνευματικό του όφελος. Καμιά
αμαρτία όσο σοβαρή όσο μεγάλη κι’αν φαίνεται δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο όταν
υπάρχει πραγματική μετάνοια και ταπείνωση. Καμιά πτώση δεν μπορεί να σταθεί
εμπόδιο στην αγάπη του Θεού. Αρκεί να υπάρχει μετάνοια πραγματική και βαθιά. Να
υπάρχει ταπείνωση. Να υπάρχει αίσθηση της αμαρτωλότητάς μας.
Αξίζει
να γνωρίζουμε ότι όπως η συγχώρηση έτσι και η μετάνοια είναι δώρα θεϊκά και
πολύτιμα. Δώρα που δεν εξαντλούνται, δεν χάνονται. Ο άνθρωπος έχει την αδυναμία
να αμαρτάνει. Έχει όμως και τη δυνατότητα της μετάνοιας και της σωτηρίας.
[Οι
Πατέρες αναφέρουν ότι αυτή ακριβώς η δυνατότητα μετανοίας είναι που κάνει τον
άνθρωπο δεκτικό σωτηρίας σε αντίθεση με το διάβολο ο οποίος με τη θέλησή του
είναι αμετανόητος και κατά συνέπεια ανεπίδεκτος σωτηρίας].
Μέσα
από τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας φαίνεται καθαρά ότι ο Θεός συγχωρεί κάθε
αμαρτία μας όταν μετανοούμε πραγματικά και ειλικρινά. Όταν με τη ζωή μας
αποδεικνύουμε ότι προσπαθούμε και αγωνι- ζόμαστε στο δρόμο του Ευαγγελίου και
των Αγίων της πίστης μας.
Αυτή
την άπειρη και ατελείωτη αγάπη του Θεού λοιπόν «εκμεταλλεύεται» ο μετανοών και
προσέρχεται με συντριβή καρδιάς στον εξομολόγο και αποθέτει
μπροστά του το βάρος των αμαρτιών. Προσέρχεται στο
εξομολόγο γνωρίζοντας ότι πλήθος αμαρτιών η αμέτρητη αγάπη του Θεού εξαλείφει
και συγχωρεί. Θάλασσες αμαρτιών εξαφανίζει η Θεία φιλανθρωπία. Και όχι μόνο
αυτό αλλά και έλεος και χάρη και γαλήνη και ηρεμία και χαρά χορηγεί
πλουσιοπάροχα.
Είναι
μεγάλο πράγμα να γνωρίζει ο πιστός ότι έχει τη δυνατότητα να απαλλαγεί από το
βάρος των αμαρτιών και την διαβολική απελπισία η οποία είναι το φυσικό
επακό-λουθο της αμαρτίας.
Αυτό
μπορούμε να δούμε πιο καθαρά αν διαβάσουμε την παραβολή του Ασώτου. Εκεί βλέπουμε
ότι ο άνθρωπος αμαρτάνει και κάποια στιγμή από την αμαρτία οδηγείται στην
απελπισία. Αρχίζει να βλέπει ότι χάνεται, βουλιάζει. Αν εκείνες τις στιγμές
ταπεινωθεί ο άνθρωπος, τότε οδηγείται με την μετάνοια πίσω στο πατρικό σπίτι
και τη σωτηρία. Αν παραμείνει απόλυτος και προσηλωμένος στην αμαρτία τότε «λιμώ
απόλλυται».
Στον
προσερχόμενο με συντριβή και μετάνοια να εξομολογηθεί δίδεται και άφεση και
χάρις.
Η
εξομολόγηση γίνεται κανονικά στο ναό. Ο εξομολόγος εκείνη τη στιγμή δεν είναι ο
άνθρωπος ο οποίος απλά και ξερά ακούει τον εξομολογούμενο. Είναι ο ιερέας, ο
πνευματικός, ο ιατρός της ψυχής ο οποίος έχει το Δώρο του Θεού, το δώρο της
Αφέσεως και μαζί με τις νουθεσίες και το Λόγο του Θεού τα χορηγεί στο
εξομολογούμενο.
Τα
πρωτοχριστιανικά χρόνια η εξομολόγηση γινόταν δημόσια. Σύντομα όμως καθιερώθηκε
η προσωπική εξομολόγηση όπου με την διαπροσωπική σχέση πνευμα- τικού και
εξομολογουμένου επιτυγχάνεται η σωστή προσέγγιση.
Υπάρχουν
περιπτώσεις όμως όπου ο πιστός από ελλιπή γνώση στα θέματα της πίστης ή από
εγωισμό κινούμενος ή από ντροπή ή άλλες φορές από αδιαφορία αποφεύγει να
εξομολογηθεί. Θεωρεί πολλές φορές το μυστήριο της εξομολογήσεως περιττό ή
ανάξιο λόγου.
Είναι
βέβαια αυτονόητο ότι δεν μπορούμε να κόβουμε και ράβουμε στα μέτρα μας την
πίστη και τους κανόνες της. Ο Χριστός μέτρησε τις δυνάμεις μας και ότι μας
άφησε είναι στα μέτρα και τις δυνατότητές μας.
Πέραν
όμως απ’ αυτό η προσέλευσή μας στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως είναι έμπρακτη
απόδειξη ειλικρινούς και πραγματικής μετάνοιας και ταπείνωσης. Είναι η απόδειξη
ότι συνειδητά επιζητούμε τη χάρη του Θεού. Ότι μέσα από την καρδιά μας
επιζητούμε την άφεση και τη χάρη του Θεού. Είναι εντελώς ξένες προς το
εκκλησιαστικό φρόνημα οι αντιλήψεις ότι είναι το ίδιο αν κάποιος εξομολογηθεί
στην εικόνα ή δεν τα πει καθόλου διότι είναι καθαρά προσωπικά θέματα και εκεί
δεν έχει κανείς λόγο.
Η
εξομολόγηση δεν είναι δικαστήριο και δεν κρίνεται και δεν καταδικάζεται ο
εξομολο- γούμενος. Είναι δείγμα ταπείνωσης. Την ταπείνωση που δεν επέδειξαν, οι
Πρωτόπλαστοι μετά την παρακοή, όταν τους προσκάλεσε ο Θεός, αυτήν την ταπείνωση
επιδεικνύουμε εμείς με την εξομολόγηση. Και όπως ακριβώς για να γίνει θεραπεία
σωματική χρειάζεται η συνάντηση γιατρού ασθενούς έτσι και στην άφεση χρειάζεται
η προσωπική συνεργασία πνευματικού και εξομολογουμένου για να υπάρξει
πνευματική ωφέλεια. Με τον τρόπο αυτό δείχνει ο μετανοών ότι αντιλαμβάνεται την
ευθύνη των πράξεών του και μετανοεί. Και επίσης θα πρέπει να έχουμε πάντα κατά
νου
την πατερική γνώμη ότι δεν είναι ντροπή η εξομολόγηση
αλλά η αμετανοησία και η εμμονή στην αμαρτία.
Θα
πρέπει επίσης να γνωρίζει κάθε πιστός ότι ο πνευματικός στη μακρά πορεία της
εκκλησίας είναι θεσμός καταξιωμένος. Ο πιστός ακουμπάει με εμπιστοσύνη και
σιγουριά στον πνευματικό του οδηγό γνωρίζοντας ότι υπάρχει το απόρρητο της
εξομολογήσεως το οποίο προστατεύεται αυστηρά. Είναι δε στην ευχέρεια του πιστού
να επιλέξει ένα πνευματικό όπου θα ακουμπά κάθε στιγμή για κάθε τι που τον
βαραίνει ή τον απασχολεί. Γιαυτό χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα στην επιλογή του
πνευματικού ώστε να υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη και αλληλοκατανόηση. Με τον
τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η σωστή πνευματική πορεία του πιστού μέσα στην
Εκκλησία.
Βιβλιογραφία
-- Η
πορεία με το Σωτήρα Χριστό. Α. Schmemann.
-- H
χώρα των ζώντων. Αρχ. Τύχωνος.
--
Θέματα Ορθοδ. Θεολογίας. π. Γ. Φλωρόφσκυ.
-- Ο
Ιησούς Χριστός. Ιερομ. Γρηγορίου.
--
Ορθόδοξος Πνευματικότης. Ανωνύμου μοναχού.
-- Η
Ορθοδοξία. π. Δημ. Στανιλοάε.
--
Εκκλησία και Εκκλησιαστικό φρόνημα. Μητροπ.
Ναυπάκτου
Ιεροθέου.
-- Τι Πιστεύω.
Β. Μπιλάλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου